- πέτρατος
- -α, -ον, Α(βοιωτ. τ.) βλ. τέταρτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πετράτου — πέτρατος masc/neut gen sg πέτρατος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέταρτος — η, ο / τέταρτος, άρτη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. θηλ. ως κύριο όν. Τετράδη και επικ. τ. τέτρατος και βοιωτ. τ. πέτρατος Α (τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια αριθμητική σειρά κατέχει τη θέση η οποία αντιστοιχεί στον αριθμό τέσσερα (α. «ήλθε… … Dictionary of Greek
Критское восстание 1897—1898 годов — Критское восстание 1897 1898 годов военное и политическое событие накануне греко турецкой войны 1897 года. Содержание 1 Предыстория 2 Династичес … Википедия
kʷetu̯ er-, kʷetuō̆ r-, kʷetur- m., kʷetes(o)r- f. — kʷetu̯ er , kʷetuō̆ r , kʷetur m., kʷetes(o)r f. English meaning: four Deutsche Übersetzung: “vier” Note: (contains?? *sor “wife, woman”) Material: O.Ind. catvü raḥ m. (acc. caturaḥ), catvü ri n., cátasraḥ f.; Av.… … Proto-Indo-European etymological dictionary